ελαχιστος

ελαχιστος
    ἐλάχιστος
    3
    (ᾰ) [superl. к ἐλαχύς, μικρός и ὀλίγος] малейший, самый малый, наименьший
    

(γέρας HH.; δύναμις Her.; ναῦς μέγισται καὴ ἐλάχισται Thuc.; χρόνος Arst.)

    ἐ. τὸν ἀριθμόν Arst. — численно ничтожный;
    δι΄ ἐλαχίστου (sc. χρόνου) Thuc. — в самое короткое время;
    τὸ ἐλάχιστον Her., Xen., Plat., ἐπ΄ ἐλάχιστον Thuc. и ἐλάχιστα Thuc., Plat. — по меньшей мере;
    παρ΄ ἐλάχιστον Dem. — чуть было (не);
    περὴ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Plat. — не ставить ни во что;
    ἐλαχίστου λόγου εἶναι Her. — иметь самое небольшое значение;
    ἔστι τὸ ἴσον ἐν ἐλαχίστοις δυσίν Arst. — равенство предполагает по крайней мере два предмета;
    ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι (τὸ πῦρ) Thuc. — огонь чуть было (их) не уничтожил


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ελαχιστος" в других словарях:

  • ἐλάχιστος — smallest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάχιστος — η, ο (AM ἐλάχιστος, η, ον) 1. πάρα πολύ λίγος ή πάρα πολύ μικρός 2. (για ανθρώπους) ο τελευταίος απ όλους, ο πιο ασήμαντος 3. (σε ευχές και προσευχές τής χριστιανικής εκκλησίας, ως ομολογία ταπεινότητας ενώπιον τού θεού) ο πιο ασήμαντος, ο πιο… …   Dictionary of Greek

  • ελάχιστος — η, ο επίρρ. α 1. πάρα πολύ μικρός, πάρα πολύ λίγος, παραμικρός. 2. το ουδ. ως ουσ., ελάχιστο, α. το κατώτατο όριο ποσού ή μεγέθους: Περιόρισε τα έξοδά του στο ελάχιστο. β. (μαθ.), η μικρότερη από τις τιμές που μπορεί να πάρει μία συνάρτηση σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλαχιστοτέρων — ἐλάχιστος smallest fem gen pl ἐλάχιστος smallest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχιστότερον — ἐλάχιστος smallest masc acc sg ἐλάχιστος smallest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχίστων — ἐλάχιστος smallest fem gen pl ἐλάχιστος smallest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχίστως — ἐλάχιστος smallest adverbial ἐλάχιστος smallest masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάχιστον — ἐλάχιστος smallest masc acc sg ἐλάχιστος smallest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχιστοτέρους — ἐλάχιστος smallest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχιστοτέρῳ — ἐλάχιστος smallest masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχιστότεραι — ἐλάχιστος smallest fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»